- ἐπιτεθυμμένον
- ἐπιτύφομαιto be burnt upperf part mp masc acc sgἐπιτύφομαιto be burnt upperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτυφώ — ἐπιτυφῶ, όω (Α) τυφώ* (κατά τον Μοίριν) «ἐπιτεθυμμένον, ἀττικῶς ἐπιτετυφωμένον ἢ ἐπικεκαυμένον, ἑλληνικῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τυφώ «τυφλώνω (με καπνό)» (< τύφος)] … Dictionary of Greek
επιτύφομαι — ἐπιτύφομαι (Α) 1. ανάβω, κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», Σοφ.) 2. παθ. μτφ. καίγομαι από έρωτα («ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», Αριστοφ.) 3. γεν. μαίνομαι («εἴτε τι θηρίον τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾱλλον ἐπιτεθυμμένον»,… … Dictionary of Greek